Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὀδυρτικῶς — ὀδυρτικός querulous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδυρτικός — ὀδυρτικός, ή, όν (ΑΜ) [οδυρτός] οικτρός, αξιοθρήνητος αρχ. παραπονιάρης. επίρρ... ὀδυρτικῶς (Α) με οδυρτικό τρόπο, αξιοθρήνητα … Dictionary of Greek